Τα τοπωνύμια του χωριού μας είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη μορφολογία του εδάφους,τις ασχολίες των κατοίκων και την τοπική Ιστορία. Η ανθρωπομορφική επένδυση της μορφολογίας του εδάφους μας έχει δώσει ονομασίες όπως: Κεφάλα, Μεγάλη μούρη. Η ονομασία Κεφάλα προέρχεται από το μεγενθυτικό της λέξης κεφαλή που όντως προσομοιάζει όπως τη βλέπουμε από το χωριό. Η Μεγάλη Μούρη επίσης προέρχεται από παρομοίωση της επιφάνειας του βουνού με ανθρώπινο πρόσωπο. Σχετική έκφραση:Άσπρισε η Μεγάλη Μούρη λέγεται, όταν χιονίσει στην περιοχή.
Στην περιοχή της Κεφάλας υπάρχει και ένα οροπέδιο με την ονομασία Λίμνες, από τα μεγάλα ανοίγματα στο έδαφος για να συγκεντρώνονται τα νερά,τα οποία χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί για το πότισμα των προβάτων κατά τους θερινούς μήνες. Η ανάβαση μέχρι την περιοχή των λιμνών γίνονταν μέσα από μονοπάτια με το γάϊδουράκι και έχοντας τη σχετική εμπειρία μπορώ να πω ότι βρέθηκα προ εκπλήξεως ως παιδί όταν βρέθηκα σε ένα καταπράσινο οροπέδιο κατά το μήνα Ιούνιο που γίνονταν οι κουρές των προβάτων,Ο βοσκός ο Κριτσωτάκης είχε αναλάβει τη φύλαξη μερικών προβάτων και η ανάβαση έγινε για να πάρουμε το μαλλί, που την εποχή εκείνη το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές του χωριού για να υφάνουν τις πατητές (μάλλινες υφαντές κουβέρτες). Άκουγες το χαρακτηριστικό σφύριγμα των κορυδαλλών, τους κρωγμούς των γερακιών και των αετών και των γυπαετών (βιτσίλες) που τρέφονταν από τα ψόφια πρόβατα. Η κουρά έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο με το δέσιμο του ζώου(μπούζιασμα).Υπήρχε στη συνέχεια προσφορά άφθονου βραστού κρέατος με μακαρόνια και ζεστής μυζήθρας. Η μετάβαση στην περιοχή αυτή ενίσχυσε την φαντασία με τις ιστορίες που μου διηγούνταν οι γονείς και οι παππούδες, ενώ προσπαθούσα να διασταυρώσω αν όσα μου έλεγαν ήταν πραγματικά. Σύμφωνα λοιπόν με τις διηγήσεις και την παράδοση επάνω στην Κεφάλα ήταν ένας αράπης που έβγαζε τα φλουριά στον ήλιο και τα έλιαζε. Ως απόδειξη μου επεδείκνυαν χρυσό τουρκικό νόμισμα που βρήκαν επάνω στο βουνό. Η ιστορία αυτή άναψε τη φαντασία των χωριανών ότι επάνω στο βουνό βρισκόταν ένα αλογάρι όπως έλεγαν το κρυφό σημείο, όπου ήταν θαμμένος ένας αμύθητος θησαυρός. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες κάποιος χωριανός ή χωριανοί ονειρεύτηκαν τον τόπο που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός και στη συνέχεια ανέβαιναν κάθε μέρα και έσκαβαν βαθύ λάκκο στο σημείο,όταν όμως επανέρχονταν την επομένη ημέρα ο λάκκος είχε..ξαναγεμίσει και όταν αυτό επαναλήφθηκε επί σειρά ημερών ,η προσπάθεια ανεύρεσης του θησαυρού εγκαταλείφθηκε.
Παλαιότερα η Κεφάλα ήταν προσβάσιμη όχι μόνο στους βοσκούς,αλλά και στου υπόλοιπους κατοίκους, που έσπερναν κριθάρι σε κάποιες σώπατες περιοχές και έβρισκαν άγρια χόρτα και ιδιαίτερα τους ασκολύμβρους. Σήμερα η περιοχή έχει εγκαταλειφθεί και έχει μειωθεί η χλωρίδα και η πανίδα. Τότε υπήρχαν πολλές πέρδικες, που κατέβαιναν το χειμώνα με τα χιόνια κοντά στο χωριό.
Μια άλλη ορεινή περιοχή είναι στου Βαρνάκη όπου υπήρχαν πολλά λιάτικα αμπέλια και αργότερα σουλτανιά. Υπήρχε και μια πηγή με τρεχούμενο νερό και το καλοκαίρι που συγκεντρώνονταν σε μια στέρνα από την οποία πότιζαν αρκετά περβόλια. Το ανέβασμα στην περιοχή αυτή ήταν πιο εύκολο, αφού υπήρχε ελικοειδής δρόμος με καλντερίμι σε μερικά σημεία και ήταν πολυσύχναστος όσο χρησιμοποιούσαν ζώα για την μεταφορά των προϊόντων και ιδιαίτερα των σταφυλιών με τις κόφες, που ήταν χειροποίητες με σφάκες που έπαιρναν από του Λαχανά. Όταν ανοίχτηκαν οι αγροτικοί δρόμοι ερήμωσαν οι παλιοί και σήμερα δύσκολα τους διακρίνεις. Στην περιοχή υπάρχει και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου,που βλέπει από μακριά το κρητικό πέλαγος.
Προχωρώντας μέσα από ένα κοντινό φαράγγι φτάνεις στη Μεγάλη Σπηλιάρα,που έχει ύψος εκατό μέτρα .Στην περιοχή του Βελερά υπήρχε ένα μονοπάτι που μπορούσες να περάσεις από το πάνω μέρος της Σπηλιάρας και εμείς ως παιδιά το περάσαμε αυτό το μονοπάτι αποφεύγοντας να κοιτάζουμε το χάος που ανοίγονταν κάτω από τα πόδια μας για να μη μας καταπιεί! Στις τρύπες σε μεγάλο ύψος υπήρχαν φωλιές των γερακιών και των αετών!
Μετά την περιγραφή των ορεινών περιοχών θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις περιοχές εκατέρωθεν του αμαξωτού δρόμου,ο οποίος διανοίχτηκε κατά την δεκαετία του 30 με τα μέσα της εποχής εκείνης:κασμάδες,φουρνέλα, φτυάρια και σφυριά...για το σπάσιμο της πέτρας με την οποία θα γινόταν η επίστρωση του δρόμου.Η διαδρομή ακολούθησε το ανάγλυφο το εδάφους με συνεχείς στροφές και μικρές γέφυρες για την απορροή των ομβρίων υδάτων. Τη δεκαετία του 60 με πιο σύγχρονα μέσα έγινε η διαπλάτυνση του δρόμου και το κόψιμο αρκετών στροφών.
Από το χωριό είναι ορατή η περιοχή Κόκκινη αγολίφα από τον κόκκινο χρωματισμό των σχιστολιθικών πετρωμάτων. Στην περιοχή αυτή στρέφαμε τα βλέμματά μας για να δούμε πότε θα φανερώσει...το λεωφορείο από τη Σητεία,οπότε μπορούσαμε με άνεση να κατέβουμε ή να ανέβουμε στην Πλατειά Στράτα,δηλαδή στην πλατεία του χωριού και αυτό ήταν εφικτό μέχρι να φανερώσει το λεωφορείο στα Κούτελα,άλλα ανθρωπομορφική τοποθεσία από το σχήμα του εδάφους που προσομοιάζει με ανθρώπινο μέτωπο. Μη ορατή περιοχή είναι η θέση Άγιοι Θεόδωροι που ως εκκλησία είχε εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί,αλλά αποκαταστάθηκε στη δεκαετία του 70 με την συμβολή και της αρχαιολογικής εταιρείας. Πριν φτάσει στο χωριό το λεωφορείο περνούσε από τα Μπεντενάκια, ονομασία προερχόμενη από τα προστατευτικά μπεντένια στην άκρη του δρόμου,τα οποία αφαιρέθηκαν κατά την διαπλάτυνση του δρόμου. Η απόμερη αυτή θέση ήταν και ο τόπος συγκέντρωσης των παιδιών του χωριού για παιγνίδι ή για τσακωμούς και πετροπόλεμο! Υπήρχε η τάση να προκαλούνται παιδιά άλλων χωριών ή και επισκεπτών στο χωριό να αναμετρηθούν στην πάλη με τα ντόπια παιδιά. Όταν νικούσε ο επισκέπτης έπρεπε όπωσδήποτε να ηττηθεί από κάποιον δυνατότερο, που πάντα βρίσκονταν με την πρώτη ειδοποίηση.Στο μέρος αυτό λάβαινε χώρα και το κρέμασμα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Τρέχοντας πιανόμαστε από την καρότσα του αργοκίνητου φορτηγού που μας τραβούσε στην ανηφόρα.Φυσικά ο οδηγός μας έβλεπε από τον καθρέπτη και φοβούμενος μην συμβεί κάποιο ατύχημα κατέβαινε και μας άρχιζε στις πέτρες για να μας απομακρύνει. Οι διερχόμενοι οδηγοί έλεγαν Μουλιανά, Σκοπή και Λάστρο ως τα χωριά που συναντούσαν συχνά αυτό το φαινόμενο. Όταν έφτανε το λεωφορείο στην πλατεία του χωριού γινόταν η αποβίβαση και η επιβίβαση των επιβατών.Τα πράγματα τα ανέβαζε ή τα κατέβαζε ο βοηθός του οδηγού στην οροφή του λεωφορείο όπου τα σκέπαζε με μουσαμά και τα έδενε με σκοινί για να μην πέσουν. Ως μαθητές στο Γυμνάσιο περιμέναμε στη Σητεία στο πρακτορείο που βρίσκονταν δίπλα στο καφενείο Τσιριλάκη,για να πάρουμε τους ντρουβάδες με το κρίθινο ψωμί (καύκαλα),αυγά,πατάτες καί ό,τι άλλο είχαν να μας στείλουν οι γονείς. Ο φωνακλάς εισπρέκτωρ Μαρουκλής μας φώναζε καυκαλάδες, όταν παραλαμβάναμε τους ντρουβάδες!
Το εισιτήριο στη δεκαετία του πενήντα ήταν δυο δραχμές,αλλά θεωρούνταν σημαντικό για την εποχή. Αρκετές φορές έβλεπες παιδιά από το χωριό να περπατούν από το χωριό στη Σητεία τρεις ώρες δρόμο για να μην πληρώσουν εισιτήριο! Μετά την πλατεία του χωριού συναντούμε τις περιοχές Λιοφυτάκη, Παναγία, Μέλισσα και Σταυρός κοντά στα Μέσα Μουλιανά. Στη διαδρομή από το χωριό μέχρι το Δημοτικό Σχολείο στον Αφέντη Χριστό ξεκινούσαμε το το κτύπημα της καμπάνας για τα απογευματινά μαθήματα.Οι δάσκαλοι προσπαθούσαν μας αποτρέψουν από το πείραγμα των διερχόμενων αυτοκινήτων ,αλλά αυτό ήταν αδύνατο γιατί τα θεωρούσαμε πρόκληση για τρέξιμο,αφού δεν μπορούσαν να ανπτύξουν ταχύτητα λόγω των συνεχόμενων στροφών και της κακής κατάστασης του οδοστρώματος.Τα χαλίκια έφευγαν από τις ρόδες και συχνά συναντούσες λάκκους με νερά το χειμώνα!.Στην Παναγία βρίσκονταν το νεκροταφείο του χωριού όπου γίνονταν οι κηδείες και τα μνημόσυνα,Κατά τη διανομή των κολύβων γίνονταν χαμός ποιος να προλάβει να πάρει.Εκεί βγήκε και η φράση Ηλία κόλυβα,από τις φωνές των παιδιών στον νεωκόρο για να γεμίσει τις φούχτες τους. Για την εποχή εκείνη ήταν ένα καλό έδεσμα!. Στην περιοχή Μέλισσα υπήρχαν αρκετά αμπέλια με λιάτικα σταφύλια και ο μαγατζές του Κουτάντο.Στο μέρος αυτό ωρίμαζαν τα πρώτα σταφύλια και εμείς ως παιδιά που είχαμε αμπέλια εκεί,τα κόβαμε και τα φέρναμε στο σπίτι,συνήθως όμως το μισό καλάθι,αφού στη διαδρομή τα δίναμε στους γνωστούς ή μας τα έπαιρναν και δια της βίας τα άλλα παιδιά!
Γύρω από το χωριό υπάρχουν τα ακόλουθα τοπωνύμια: Στα βόρεια του Κάτω χωριού είναι το Βορνό,σύντμηση του βορεινό και τα Γουρνιά από τη λέξη γούρνα που σημαίνει την πέτρινη κοιλότητα που συγκρατεί το νερό. Είναι η περιοχή με την οθωμανική βρύση με τις πέτρινες γούρνες. Παρόμοια οθωμανική βρύση βρίσκεται και στα Μέσα Μουλιανά στα δυτικά του χωριού γεγονός που αποδεικνύει τη συνάφεια των δύο χωριών κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, που κατά την παράδοση αναφέρεται σε δυο αδελφούς μουσουλμάνους με το όνομα Μούλια ή Μουλά που έδωσαν την ονομασία στα δυο χωριά. Η τοποθεσία Περβολόπουλο αναφέρεται στην περιοχή συνέχεια από την αγία Μαρίνα όπου υπήρχαν περβόλια απ΄ όπου πήρε και το όνομα. Ήταν μια περιοχή κοντά στο χωριό και ήταν τυχεροί όσοι είχαν περβόλια εκεί και δεν ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στου Λαχανά. Άλλες περιοχές κοντά στο χωριό είναι του Λιοφυτάκη από τη φυτεία ελαιοδένδρων και λίγων σπιτιών που αποτελούσαν χωριστή γειτονιά του χωριού, εκεί υπήρχε και μεγάλος φούρνος του Λιοφυτάκη όπου έψηναν τις κριθοκουλούρες στη δεκαετία του 40 και ως μικρός σε ηλικία 4 ετών ενθυμούμαι τους Γερμανούς να περνούν με τις τρίκυκλες μοτοσυκλέτες πάνοπλους με εκκωφαντικό θόρυβο και να προξενούν φόβο στους περίοικους. Στου Κουντή είναι μια μικρή περιοχή,από τη λέξη κοντά. Η Πλαγούρα ακολουθεί με αρκετά αμπέλια παλιά και ελιές,Ο Βαθιώνας ως περιοχή και συνοικισμός με κατοικία του αγροφύλακα Λολάκη,ο οποίος εντόπιζε τις ζημιές που έκαναν οι κατσίκες που έτρωγαν εν ριπή οφθαλμού τα βλαστάρια από τις νεοφυτεμένες ελιές. Στα βόρεια του χωριού υπάρχει η περιοχή Σαρακίνα που θα αναφερθούμε εκτενώς στην ιστορική αναδρομή. Πιο πάνω είναι η περιοχή των ανεμομύλων που πράγματι λειτουργούσαν και άλεθαν τα σιτηρά όταν φυσούσε άνεμος. Τα Πετράλωνα είναι στο Κάτω χωριό,ονομασία από τα πέτρινα αλώνια που αλώνιζαν τα προϊόντα: κουκιά, φάβα, ρόβι, ταγή, σιτάρι, κριθάρι. Εκεί υψώνοντας οι θεμωνιές από τα θερισμένα στάχυα μέχρι τον Ιούνιο που άρχιζε το αλώνισμα, μέχρι την εορτή της Αγίας Μαρίνας, γιατί μετά έπιαναν τα μελτέμια που δεν άφηναν τους γεωργούς να λιχνίσουν και να φύγουν ομαλά τα άχυρα ώστε να μη χαθούν, γιατί τα αποθήκευαν για να τρέφουν τα ζώα το χειμώνα. Το αλώνισμα γίνονταν με το βωλόσυρο, ένα χοντρό επίμηκες ξύλο με καρφωμένα από κάτω τα λεγόμενα νύχια από τις σκληρές πέτρες τις λεγόμενες νυχόπετρες που άντεχαν στη βαριά χρήση. Το γαϊδουράκι τραβούσε το βωλόσυρο πάνω στον οποίο μπορούσε να καθίσει μικρό παιδί ή αλλιώς έβαζαν βαριές πέτρες ώστε με τους ατέλειωτους γύρους να κοπούν τα στάχυα στις μέρες που ο ήλιος ήταν ιδιαίτερα δυνατός. Κατά διαστήματα μάζευαν τα αλεσμένα στάχυα στη μέση του αλωνιού και σκόρπιζαν τα καινούργια μέχρι να αλωνισθούν όλα και να μαζευτούν ως μεγάλος επιμήκης σωρός στη μέση του αλωνιού. Μετά όταν ο αέρας ήταν κατάλληλος και ως ένδειξη ήταν ο κρεμασμένος αϋλαμος, ένα λεπτό ξερό αγριόχορτο που ήταν δεμένο στη διχαλόβεργα που το φυσούσε ο αέρας και όταν ήταν σε οριζόντια θέση άρχιζε το λίχνισμα με τα θρινάκια με εξαιρετική βιασύνη για να προλάβουν πριν ελαττωθεί ή αυξηθεί υπερβολικά ο άνεμος. Έτσι ξεχώριζαν το σπόρο από τα άχυρα. Επιτόπου έφτανε και ο επιφορτισμένος με την είσπραξη του αναλογούντος φόρου δηλ το 10% υπέρ του κράτους, ο λεγόμενος μουκατάς, φυσικά και ο εισπράχτορας ήταν αντιπαθής και του κόλλησαν το παρατσούκλι:μουκαταράς. Μετά γινόταν το βόλισμα με το βολίστρι για τα χοντρά και το κόσκινο για τα λεπτά άχυρα και ο καθαρός σπόρος αποθηκεύονταν για τις ανάγκες σε ψωμί της οικογένειας για όλη τη χρονιά και τα άχυρα στον αχυρώνα για το τάισμα των ζώων το χειμώνα. Πιό κάτω από τα Πετράλωνα είναι οι περιοχές:Κάτω Βορνό, Βελεράς, Χαμαλιανά με αρκετές κατηφόρες κατάφυτες με ελιές,που τα καλοκαίρια συγκέντρωναν αρκετά κίτρινα πουλιά τα λεγόμενα λαδάκια, εξαιρετικά δραστήρια που έτρωγαν τα έντομα και ιδιαίτερα το δάκο που έκανε αρκετή ζημιά στις ελιές, τότε που ο ψεκασμός γίνονταν με τη μελάσσα και δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Τα πουλιά αυτά δυστυχώς γίνονταν για τα παιδιά το στόχαστρο με τις σφενδόνες που ήταν τότε το απαραίτητο εξάρτημα των αγοριών. Οι καλοί σκοπευτές μπορούσαν να σκοτώσουν πάνω από δέκα πουλάκια. Οι αγροφύλακες φυσικά μας κυνηγούσαν να κατασχέσουν και να σπάσουν τις σφενδόνες, γιατί κυνηγώντας στα περβόλια χαλούσαμε τα αυλάκια με τα λαχανικά!
Στο χωριό μας η καλλιέργεια λαχανικών και εσπεριδοειδών συνδέονταν με τις περιοχές που υπήρχε τρεχούμενο νερό ή νερό από πηγές. Στην πρώτη περίπτωση η θέση Λαχανάς ήταν προνομιούχος αφού είχε το περισσότερο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ανάλογα με τη θέση που είχε στο σημερινό φημισμένο φαράγγι του Ρίχτη διακρίνονταν σε Πάνω, Κάτω και Μέσα Λαχανά. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν: πατάτες, φυλλάδες δηλ. Λάχανο και μετά το κόψιμο του τα βλαστάρια τα λεγόμενα τσιμούλια με τις γνωστές μαντινιάδες: Από τα Έξω Μουλιανά κι από τα Μέσα Μούλια μου στείλαν χαιρετίσματα ένα ντρουβά τσιμούλια! Τα καλοκαιρινά λαχανικά ντομάτες φασόλια, μελιτζάνες, μπάμιες σε μέτριες ποσότητες για ατομική χρήση. Σπάνια μετέφεραν τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Σητείας, λόγω απόστασης και κόστους μεταφοράς. Σε κάθε περιβόλι υπήρχαν απαραίτητα λεμονιές ,μανταρινιές, και παλιότερα κιτρές, επίσης δεσπολιές, τζανεριές. Αντί για λίπασμα χρησιμοποιούσαν κοπριά των ζώων αδειάζοντας τους σταύλους που είχε κάθε σπίτι. Το καλοκαίρι δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο συλλογής από τα παιδιά κοπριάς (καβαλίνες) από τους δρόμους για να ενισχύσουν την λίπανση των κήπων.
Από τη γέφυρα του Λαχανά συνεχιζόταν ο δρόμος προς τα Τσαγκαριανά που θεωρούνταν κεντρικός με αρκετό πλάτος και καλντερίμι όπου κατέληγαν πολλοί παράδρομοι. Ήταν δε άξιο παρατήρησης το φαινόμενο ανόδου και καθόδου του ελικοειδούς αυτού δρόμου από το χωριό που πολλές φορές κατέβαιναν ή ανέβαιναν οι γαμουλιώτες: καλεσμένοι σε γάμο ή οι πανηγυριώτες: οι μεταβαίνοντες σε μακρινά προσκυνήματα όπως στον Προφήτη Ηλία στο Λιόπετρο ή στην Παναγία τη Φανερωμένη στον Τράχηλα. Από την πλαγιά του δρόμου αυτού έπαιρναν οι χωριανοί το χώμα που ήταν αργιλώδες και κατάλληλο για να στρώσουν τα χωμάτινα δώματα των σπιτιών για να μην στάζουν το χειμώνα! Δυστυχώς όμως τα σπίτια στις έντονες βροχές έσταζαν και χρειάζονταν κουβάδες και λεκανίδες για να πέφτουν μέσα οι σταγόνες. Το μαρτύριο της σταγόνας λύθηκε αργότερα στη δεκαετία του 50 και του 60 όταν έγινε τελικά επίστρωση των δωμάτων με τσιμέντο χωρίς να αφαιρεθούν τα δοκάρια με τις καλαμωτές! Ελάχιστα ήταν τα σπίτια με κεραμίδια τότε που ανήκαν στους πλουσιότερους του χωριού όπως ήταν τα σπίτια του ιερέως Μαστοράκη, η οικία Εμμαν. Μαστοράκη και οι οικίες Μιχελιδάκη, Ροδουσάκη, Ζαφειράκη και του παππού Εμμ.Μαρκάκη .Την εποχή εκείνη ήταν με χωμάτινη σκεπή και πολλά σπίτια στη Σητεία με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν θηραϊκή γη που μετέφεραν από τη Σαντορίνη.
Άλλες περιοχές με περβόλια ήταν μικρότερες και απομακρυσμένες όπως στη Βουρλιά και στο Βώλακα, στις Πλύστρες και στου Βαρνάκη και ακόμα στην Κρεμαστή μια κρημνώδη περιοχή όπου οι κήποι φαίνονταν ως να ήταν κρεμαστοί!.Δυστυχώς η μετάβαση και επιστροφή από τις μακρινές περιοχές ήταν κοπιώδης καθώς έπρεπε να είσαι δεξιοτέχνης στο φόρτωμα του γαϊδάρου ή του μουλαριού για να μην ξεφορτωθούν στον ανήφορο ή στον κατήφορο. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τους αγροτικούς δρόμους και τα αγροτικά αυτοκίνητα. Με τις γεωτρήσεις επίσης αρκετοί χωριανοί έκαναν κήπους κοντά στο χωριό. Οι συνθήκες της ζωής βελτιώθηκαν, έγινε τεχνητή άρδευση σε πολλές περιοχές, φυτεύθηκαν πολλά ελαιόδεντρα, χρησιμοποιήθηκαν ραβδιστικές μηχανές και θα έλεγε κανείς ότι με όλες αυτές τις βελτιώσεις δεν θα είχαμε διαρροή του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, αλλά δυστυχώς αυτή τη στιγμή οι απομείναντες κάτοικοι στο χωριό είναι 125,ηλικίας άνω των 70 ετών. Να ευχηθούμε να μη χρειαστεί να προσλάβουμε φύλακες για να φυλάγουν τα σπίτια του χωριού στο προσεχές μέλλον!
Η αγάπη των χωριανών προς τη γενέθλια γη είναι δεδομένη και αυτό φαίνεται από τις ανακαινίσεις των σπιτιών και τις τακτικές επισκέψεις ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, οπότε γίνονται σημαντικές εκδηλώσεις όπως η γιορτή του Αφέντη Χριστού που δίνει την εντύπωση ενός πολύ ζωντανού χωριού με προσέλευση χιλιάδων επισκεπτών.
Άλλες περιοχές απέναντι από το χωριό είναι ο Μεσαρμός ως η μέση στο αρμί(βουνό), παλαιότερα κατέβαιναν τον χειμώνα οι πέρδικες από τις ορεινές περιοχές και κακάριζαν, που ήταν ένδειξη ότι θα χιονίσει!
Στην περιοχή αυτή ήταν και ο μαγατζές του Μανώλη του Κουτάντου που ήταν χορατατζής ετοιμόλογος με ιδιαίτερη ικανότητα να σε πείθει ακόμα και όταν έλεγε ψέματα .Σε μια ημέρα κρασοκατάνυξης με μεζέδες και κρασί απευθείας από το βαρέλι, μας είπε ένα ανέκδοτο: Αφήνω τη λύρα μου πάντα εδώ και μια μέρα που μπήκα μέσα άκουγα να παίζει μόνη της! Προσπαθώντας να λύσω το μυστήριο παρατήρησα τις μύγες που πηγαινοέρχονταν στις χορδές και με τα ποδαράκια τους έπαιζαν τη λύρα!
Άλλες μακρινές περιοχές είναι η Τραπέζα που είχε αρκετά αμπέλια και αλώνια. Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα του βουνού. Από την περιοχή αυτή βλέπεις την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους. Κατεβαίνοντας από την Τραπέζα με πολλές στροφές σήμερα φτάνεις στου Ρίχτη το τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους με τους μοναδικούς καταρράκτες στην Κρήτη!.Όταν είναι τρικυμία δεν μπορείς να πλησιάσεις καθόλου τη θάλασσα που σου προξενεί δέος με τη δύναμη των κυμάτων. Όταν το καλοκαίρι πιάσουν οι μπονάτσες μπορείς να ψαρέψεις με άνεση και να βρεις πεταλίδες και αχινούς κολλημένους στα βράχια. Κοντά στη θάλασσα υπάρχουν τα ερείπια παλιάς αποθήκης όπου αποθήκευαν τα προς πώληση προϊόντα: λάδι, κρασί, πυρήνες για να τα φορτώσουν στο καΐκι που πλησίαζε στην ακτή, μόνο όταν ο καιρός το επέτρεπε!.Προς τα δυτικά του Ρίχτη υπάρχει η περιοχή του Καλαβρού που ανήκει στα Μέσα Μουλιανά, προς το ανατολικά προχωρώντας από δύσβατα μονοπάτια παλιά και με χαραγμένο δρόμο τώρα φτάνεις στην ακτή του Κουβάρη ονομασία προερχόμενη από το κόλπο που σχηματίζεται με εξαιρετικά περίπλοκες πέτρες που σκάζουν τα κύματα και από μακριά φαίνονται σαν άσπρο κουβάρι! Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν και κάποια περβόλια,και παλαιότερα ήταν αρκετά δύσκολο να πας με το γαϊδουράκι.
Στη θάλασσα του Κουβάρη ήταν ευκολότερη η πρόσβαση από τη θάλασσα στου Ρίχτη όπου δεν μπορούσες να πας μέσα από το φαράγγι που σήμερα είναι προσβάσιμο. Έτσι όταν βλέπαμε αφ΄εσπέρας γαλήνια θάλασσα πηγαίναμε για ψάρεμα στου Κουβάρη και καθόμασταν όλη τη μέρα κρατώντας και φαγητά για το ενδεχόμενο που δεν πιάναμε ψάρια. Όταν όμως παίρναμε στην παρέα μας τον Γιάννη της Κατίνας Κοκονάκη ή Κεθράς λόγω καταγωγής από το Πισκοκέφαλο, πάντα έπιανε σκάρους και στα σημεία που εμείς αστοχούσαμε!
Πιο πάνω από του Κουβάρη είναι η περιοχή Μόσχος όπου πρωτοωρίμαζαν τα σταφύλια λόγω γειτνίασης με τη θάλασσα και ακόμα πιο πάνω είναι η Παπούρα με ισιώματα όπου ήταν ο μαγατζές του παιδονόμου Δημήτρη Μαρκογιαννάκη με την βροντερή φωνή που μας προσκαλούσε από μακριά να πάμε να πιούμε κρασί φυσικά!
Συνεχίζοντας στις περιοχές μετά του Κουβάρι υπάρχει ένα δύσβατο ακρωτήριο το Κατσούνι όπου παλαιότερα μαζεύαμε το αλάτι από τις σχισμές και λακούβες που υπήρχαν εκεί,με το φόβο βέβαια να μην μας δει κάποιος τελωνειακός γιατί τότε το αλάτι είχε υπαχθεί στο μονοπώλιο για να πληρώνει το κράτος τα δάνεια που χρωστούσε στους ευρωπαίους δανειστές μας!.Η Ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται!.Μετά το Κατσούνι υπάρχει ανατολικά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που ανείκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα για να αποφύγεις την αγριεμένη θάλασσα έπρεπε να περάσεις από την Άσπα, ένα μονοπάτι σε γκρεμνό που το χειμώνα γίνονταν κατολισθήσεις. Δυστυχώς υπήρξε και θύμα όταν κάποιος χωριανός εν ευθυμία λόγω της γιορτής του αγίου έπεσε και σκοτώθηκε, μάλιστα βρέθηκε στο σημείο που έπεσε στη θάλασσα και ξύλινος σταυρός που τον έβαλαν στον τάφο του.
Αμέσως μετά τον άγιο Ιωάννη υψώνεται το Λιόπετρο που ανήκει στην κοινότητα Χαμαιζίου ως περιοχή αλλά η εκκλησία του προφήτη Ηλία που βρίσκεται στην κορυφή του ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα στην παραμονή της εορτής του 20 Ιουλίου διανυκτέρευαν αρκετοί χωριανοί πανηγυριώτες .Ο αέρας φυσικά στο ύψος αυτό λυσσομανούσε όλη τη νύχτα, αλλά για χάρη του αγίου όλα ήταν ωραία και σε αποζημίωνε η απέραντη θέα της θάλασσας και της στεριάς καθώς και το ύψος των κρεμνών προς το βόρειο μέρος του βουνού. Πάνω στο Λιόπετρο και γύρω από την εκκλησία υπάρχει πλήθος κτισμάτων και ομβροδεξαμενών καθώς και περιτείχιση που όριζε ένα απόρθητο κάστρο το οποίο είχαν συμπληρώσει οι Βενετοί γνωστό ως Leon di Pietra απ΄όπου πήρε και το όνομα Λιόπετρο. Η οχύρωση και οι εγκαταστάσεις που είχαν φτιάξει μπορούσαν να εξυπηρετήσουν πληθυσμό 6 χιλ. ανθρώπων και σκόπευαν να μεταφέρουν εκεί τους κατοίκους της Σητείας μετά την εγκατάλειψη της πόλης το 1561,που τελικά δεν έγινε αφού μεταφέρθηκαν όλοι δια της βίας στο Ηράκλειο για να αποφύγουν τις συνεχόμενες επιδρομές των κουρσάρων της Μεσογείου.
Στο χωριό μας η καλλιέργεια λαχανικών και εσπεριδοειδών συνδέονταν με τις περιοχές που υπήρχε τρεχούμενο νερό ή νερό από πηγές. Στην πρώτη περίπτωση η θέση Λαχανάς ήταν προνομιούχος αφού είχε το περισσότερο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ανάλογα με τη θέση που είχε στο σημερινό φημισμένο φαράγγι του Ρίχτη διακρίνονταν σε Πάνω, Κάτω και Μέσα Λαχανά. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν: πατάτες, φυλλάδες δηλ. Λάχανο και μετά το κόψιμο του τα βλαστάρια τα λεγόμενα τσιμούλια με τις γνωστές μαντινιάδες: Από τα Έξω Μουλιανά κι από τα Μέσα Μούλια μου στείλαν χαιρετίσματα ένα ντρουβά τσιμούλια! Τα καλοκαιρινά λαχανικά ντομάτες φασόλια, μελιτζάνες, μπάμιες σε μέτριες ποσότητες για ατομική χρήση. Σπάνια μετέφεραν τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Σητείας, λόγω απόστασης και κόστους μεταφοράς. Σε κάθε περιβόλι υπήρχαν απαραίτητα λεμονιές ,μανταρινιές, και παλιότερα κιτρές, επίσης δεσπολιές, τζανεριές. Αντί για λίπασμα χρησιμοποιούσαν κοπριά των ζώων αδειάζοντας τους σταύλους που είχε κάθε σπίτι. Το καλοκαίρι δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο συλλογής από τα παιδιά κοπριάς (καβαλίνες) από τους δρόμους για να ενισχύσουν την λίπανση των κήπων.
Από τη γέφυρα του Λαχανά συνεχιζόταν ο δρόμος προς τα Τσαγκαριανά που θεωρούνταν κεντρικός με αρκετό πλάτος και καλντερίμι όπου κατέληγαν πολλοί παράδρομοι. Ήταν δε άξιο παρατήρησης το φαινόμενο ανόδου και καθόδου του ελικοειδούς αυτού δρόμου από το χωριό που πολλές φορές κατέβαιναν ή ανέβαιναν οι γαμουλιώτες: καλεσμένοι σε γάμο ή οι πανηγυριώτες: οι μεταβαίνοντες σε μακρινά προσκυνήματα όπως στον Προφήτη Ηλία στο Λιόπετρο ή στην Παναγία τη Φανερωμένη στον Τράχηλα. Από την πλαγιά του δρόμου αυτού έπαιρναν οι χωριανοί το χώμα που ήταν αργιλώδες και κατάλληλο για να στρώσουν τα χωμάτινα δώματα των σπιτιών για να μην στάζουν το χειμώνα! Δυστυχώς όμως τα σπίτια στις έντονες βροχές έσταζαν και χρειάζονταν κουβάδες και λεκανίδες για να πέφτουν μέσα οι σταγόνες. Το μαρτύριο της σταγόνας λύθηκε αργότερα στη δεκαετία του 50 και του 60 όταν έγινε τελικά επίστρωση των δωμάτων με τσιμέντο χωρίς να αφαιρεθούν τα δοκάρια με τις καλαμωτές! Ελάχιστα ήταν τα σπίτια με κεραμίδια τότε που ανήκαν στους πλουσιότερους του χωριού όπως ήταν τα σπίτια του ιερέως Μαστοράκη, η οικία Εμμαν. Μαστοράκη και οι οικίες Μιχελιδάκη, Ροδουσάκη, Ζαφειράκη και του παππού Εμμ.Μαρκάκη .Την εποχή εκείνη ήταν με χωμάτινη σκεπή και πολλά σπίτια στη Σητεία με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν θηραϊκή γη που μετέφεραν από τη Σαντορίνη.
Άλλες περιοχές με περβόλια ήταν μικρότερες και απομακρυσμένες όπως στη Βουρλιά και στο Βώλακα, στις Πλύστρες και στου Βαρνάκη και ακόμα στην Κρεμαστή μια κρημνώδη περιοχή όπου οι κήποι φαίνονταν ως να ήταν κρεμαστοί!.Δυστυχώς η μετάβαση και επιστροφή από τις μακρινές περιοχές ήταν κοπιώδης καθώς έπρεπε να είσαι δεξιοτέχνης στο φόρτωμα του γαϊδάρου ή του μουλαριού για να μην ξεφορτωθούν στον ανήφορο ή στον κατήφορο. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τους αγροτικούς δρόμους και τα αγροτικά αυτοκίνητα. Με τις γεωτρήσεις επίσης αρκετοί χωριανοί έκαναν κήπους κοντά στο χωριό. Οι συνθήκες της ζωής βελτιώθηκαν, έγινε τεχνητή άρδευση σε πολλές περιοχές, φυτεύθηκαν πολλά ελαιόδεντρα, χρησιμοποιήθηκαν ραβδιστικές μηχανές και θα έλεγε κανείς ότι με όλες αυτές τις βελτιώσεις δεν θα είχαμε διαρροή του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, αλλά δυστυχώς αυτή τη στιγμή οι απομείναντες κάτοικοι στο χωριό είναι 125,ηλικίας άνω των 70 ετών. Να ευχηθούμε να μη χρειαστεί να προσλάβουμε φύλακες για να φυλάγουν τα σπίτια του χωριού στο προσεχές μέλλον!
Η αγάπη των χωριανών προς τη γενέθλια γη είναι δεδομένη και αυτό φαίνεται από τις ανακαινίσεις των σπιτιών και τις τακτικές επισκέψεις ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, οπότε γίνονται σημαντικές εκδηλώσεις όπως η γιορτή του Αφέντη Χριστού που δίνει την εντύπωση ενός πολύ ζωντανού χωριού με προσέλευση χιλιάδων επισκεπτών.
Άλλες περιοχές απέναντι από το χωριό είναι ο Μεσαρμός ως η μέση στο αρμί(βουνό), παλαιότερα κατέβαιναν τον χειμώνα οι πέρδικες από τις ορεινές περιοχές και κακάριζαν, που ήταν ένδειξη ότι θα χιονίσει!
Στην περιοχή αυτή ήταν και ο μαγατζές του Μανώλη του Κουτάντου που ήταν χορατατζής ετοιμόλογος με ιδιαίτερη ικανότητα να σε πείθει ακόμα και όταν έλεγε ψέματα .Σε μια ημέρα κρασοκατάνυξης με μεζέδες και κρασί απευθείας από το βαρέλι, μας είπε ένα ανέκδοτο: Αφήνω τη λύρα μου πάντα εδώ και μια μέρα που μπήκα μέσα άκουγα να παίζει μόνη της! Προσπαθώντας να λύσω το μυστήριο παρατήρησα τις μύγες που πηγαινοέρχονταν στις χορδές και με τα ποδαράκια τους έπαιζαν τη λύρα!
Άλλες μακρινές περιοχές είναι η Τραπέζα που είχε αρκετά αμπέλια και αλώνια. Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα του βουνού. Από την περιοχή αυτή βλέπεις την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους. Κατεβαίνοντας από την Τραπέζα με πολλές στροφές σήμερα φτάνεις στου Ρίχτη το τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους με τους μοναδικούς καταρράκτες στην Κρήτη!.Όταν είναι τρικυμία δεν μπορείς να πλησιάσεις καθόλου τη θάλασσα που σου προξενεί δέος με τη δύναμη των κυμάτων. Όταν το καλοκαίρι πιάσουν οι μπονάτσες μπορείς να ψαρέψεις με άνεση και να βρεις πεταλίδες και αχινούς κολλημένους στα βράχια. Κοντά στη θάλασσα υπάρχουν τα ερείπια παλιάς αποθήκης όπου αποθήκευαν τα προς πώληση προϊόντα: λάδι, κρασί, πυρήνες για να τα φορτώσουν στο καΐκι που πλησίαζε στην ακτή, μόνο όταν ο καιρός το επέτρεπε!.Προς τα δυτικά του Ρίχτη υπάρχει η περιοχή του Καλαβρού που ανήκει στα Μέσα Μουλιανά, προς το ανατολικά προχωρώντας από δύσβατα μονοπάτια παλιά και με χαραγμένο δρόμο τώρα φτάνεις στην ακτή του Κουβάρη ονομασία προερχόμενη από το κόλπο που σχηματίζεται με εξαιρετικά περίπλοκες πέτρες που σκάζουν τα κύματα και από μακριά φαίνονται σαν άσπρο κουβάρι! Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν και κάποια περβόλια,και παλαιότερα ήταν αρκετά δύσκολο να πας με το γαϊδουράκι.
Στη θάλασσα του Κουβάρη ήταν ευκολότερη η πρόσβαση από τη θάλασσα στου Ρίχτη όπου δεν μπορούσες να πας μέσα από το φαράγγι που σήμερα είναι προσβάσιμο. Έτσι όταν βλέπαμε αφ΄εσπέρας γαλήνια θάλασσα πηγαίναμε για ψάρεμα στου Κουβάρη και καθόμασταν όλη τη μέρα κρατώντας και φαγητά για το ενδεχόμενο που δεν πιάναμε ψάρια. Όταν όμως παίρναμε στην παρέα μας τον Γιάννη της Κατίνας Κοκονάκη ή Κεθράς λόγω καταγωγής από το Πισκοκέφαλο, πάντα έπιανε σκάρους και στα σημεία που εμείς αστοχούσαμε!
Πιο πάνω από του Κουβάρη είναι η περιοχή Μόσχος όπου πρωτοωρίμαζαν τα σταφύλια λόγω γειτνίασης με τη θάλασσα και ακόμα πιο πάνω είναι η Παπούρα με ισιώματα όπου ήταν ο μαγατζές του παιδονόμου Δημήτρη Μαρκογιαννάκη με την βροντερή φωνή που μας προσκαλούσε από μακριά να πάμε να πιούμε κρασί φυσικά!
Συνεχίζοντας στις περιοχές μετά του Κουβάρι υπάρχει ένα δύσβατο ακρωτήριο το Κατσούνι όπου παλαιότερα μαζεύαμε το αλάτι από τις σχισμές και λακούβες που υπήρχαν εκεί,με το φόβο βέβαια να μην μας δει κάποιος τελωνειακός γιατί τότε το αλάτι είχε υπαχθεί στο μονοπώλιο για να πληρώνει το κράτος τα δάνεια που χρωστούσε στους ευρωπαίους δανειστές μας!.Η Ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται!.Μετά το Κατσούνι υπάρχει ανατολικά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα για να αποφύγεις την αγριεμένη θάλασσα έπρεπε να περάσεις από την Άσπα, ένα μονοπάτι σε γκρεμνό που το χειμώνα γίνονταν κατολισθήσεις. Δυστυχώς υπήρξε και θύμα όταν κάποιος χωριανός εν ευθυμία λόγω της γιορτής του αγίου έπεσε και σκοτώθηκε, μάλιστα βρέθηκε στο σημείο που έπεσε στη θάλασσα και ξύλινος σταυρός που τον έβαλαν στον τάφο του.
Αμέσως μετά τον άγιο Ιωάννη υψώνεται το Λιόπετρο που ανήκει στην κοινότητα Χαμαιζίου ως περιοχή αλλά η εκκλησία του προφήτη Ηλία που βρίσκεται στην κορυφή του ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα στην παραμονή της εορτής του 20 Ιουλίου διανυκτέρευαν αρκετοί χωριανοί πανηγυριώτες .Ο αέρας φυσικά στο ύψος αυτό λυσσομανούσε όλη τη νύχτα, αλλά για χάρη του αγίου όλα ήταν ωραία και σε αποζημίωνε η απέραντη θέα της θάλασσας και της στεριάς καθώς και το ύψος των γκρεμνών προς το βόρειο μέρος του βουνού. Πάνω στο Λιόπετρο και γύρω από την εκκλησία υπάρχει πλήθος κτισμάτων και ομβροδεξαμενών καθώς και περιτείχιση που όριζε ένα απόρθητο κάστρο το οποίο είχαν συμπληρώσει οι Βενετοί γνωστό ως Leon di Pietra απ΄όπου πήρε και το όνομα Λιόπετρο. Η οχύρωση και οι εγκαταστάσεις που είχαν φτιάξει μπορούσαν να εξυπηρετήσουν πληθυσμό 6 χιλ. ανθρώπων και σκόπευαν να μεταφέρουν εκεί τους κατοίκους της Σητείας μετά την εγκατάλειψη της πόλης το 1561,που τελικά δεν έγινε αφού μεταφέρθηκαν όλοι δια της βίας στο Ηράκλειο για να αποφύγουν τις συνεχόμενες επιδρομές των κουρσάρων της Μεσογείου.
Εμμανουήλ Μαρκάκης 2013 -2014
Στην περιοχή της Κεφάλας υπάρχει και ένα οροπέδιο με την ονομασία Λίμνες, από τα μεγάλα ανοίγματα στο έδαφος για να συγκεντρώνονται τα νερά,τα οποία χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί για το πότισμα των προβάτων κατά τους θερινούς μήνες. Η ανάβαση μέχρι την περιοχή των λιμνών γίνονταν μέσα από μονοπάτια με το γάϊδουράκι και έχοντας τη σχετική εμπειρία μπορώ να πω ότι βρέθηκα προ εκπλήξεως ως παιδί όταν βρέθηκα σε ένα καταπράσινο οροπέδιο κατά το μήνα Ιούνιο που γίνονταν οι κουρές των προβάτων,Ο βοσκός ο Κριτσωτάκης είχε αναλάβει τη φύλαξη μερικών προβάτων και η ανάβαση έγινε για να πάρουμε το μαλλί, που την εποχή εκείνη το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές του χωριού για να υφάνουν τις πατητές (μάλλινες υφαντές κουβέρτες). Άκουγες το χαρακτηριστικό σφύριγμα των κορυδαλλών, τους κρωγμούς των γερακιών και των αετών και των γυπαετών (βιτσίλες) που τρέφονταν από τα ψόφια πρόβατα. Η κουρά έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο με το δέσιμο του ζώου(μπούζιασμα).Υπήρχε στη συνέχεια προσφορά άφθονου βραστού κρέατος με μακαρόνια και ζεστής μυζήθρας. Η μετάβαση στην περιοχή αυτή ενίσχυσε την φαντασία με τις ιστορίες που μου διηγούνταν οι γονείς και οι παππούδες, ενώ προσπαθούσα να διασταυρώσω αν όσα μου έλεγαν ήταν πραγματικά. Σύμφωνα λοιπόν με τις διηγήσεις και την παράδοση επάνω στην Κεφάλα ήταν ένας αράπης που έβγαζε τα φλουριά στον ήλιο και τα έλιαζε. Ως απόδειξη μου επεδείκνυαν χρυσό τουρκικό νόμισμα που βρήκαν επάνω στο βουνό. Η ιστορία αυτή άναψε τη φαντασία των χωριανών ότι επάνω στο βουνό βρισκόταν ένα αλογάρι όπως έλεγαν το κρυφό σημείο, όπου ήταν θαμμένος ένας αμύθητος θησαυρός. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες κάποιος χωριανός ή χωριανοί ονειρεύτηκαν τον τόπο που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός και στη συνέχεια ανέβαιναν κάθε μέρα και έσκαβαν βαθύ λάκκο στο σημείο,όταν όμως επανέρχονταν την επομένη ημέρα ο λάκκος είχε..ξαναγεμίσει και όταν αυτό επαναλήφθηκε επί σειρά ημερών ,η προσπάθεια ανεύρεσης του θησαυρού εγκαταλείφθηκε.
Παλαιότερα η Κεφάλα ήταν προσβάσιμη όχι μόνο στους βοσκούς,αλλά και στου υπόλοιπους κατοίκους, που έσπερναν κριθάρι σε κάποιες σώπατες περιοχές και έβρισκαν άγρια χόρτα και ιδιαίτερα τους ασκολύμβρους. Σήμερα η περιοχή έχει εγκαταλειφθεί και έχει μειωθεί η χλωρίδα και η πανίδα. Τότε υπήρχαν πολλές πέρδικες, που κατέβαιναν το χειμώνα με τα χιόνια κοντά στο χωριό.
Μια άλλη ορεινή περιοχή είναι στου Βαρνάκη όπου υπήρχαν πολλά λιάτικα αμπέλια και αργότερα σουλτανιά. Υπήρχε και μια πηγή με τρεχούμενο νερό και το καλοκαίρι που συγκεντρώνονταν σε μια στέρνα από την οποία πότιζαν αρκετά περβόλια. Το ανέβασμα στην περιοχή αυτή ήταν πιο εύκολο, αφού υπήρχε ελικοειδής δρόμος με καλντερίμι σε μερικά σημεία και ήταν πολυσύχναστος όσο χρησιμοποιούσαν ζώα για την μεταφορά των προϊόντων και ιδιαίτερα των σταφυλιών με τις κόφες, που ήταν χειροποίητες με σφάκες που έπαιρναν από του Λαχανά. Όταν ανοίχτηκαν οι αγροτικοί δρόμοι ερήμωσαν οι παλιοί και σήμερα δύσκολα τους διακρίνεις. Στην περιοχή υπάρχει και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου,που βλέπει από μακριά το κρητικό πέλαγος.
Προχωρώντας μέσα από ένα κοντινό φαράγγι φτάνεις στη Μεγάλη Σπηλιάρα,που έχει ύψος εκατό μέτρα .Στην περιοχή του Βελερά υπήρχε ένα μονοπάτι που μπορούσες να περάσεις από το πάνω μέρος της Σπηλιάρας και εμείς ως παιδιά το περάσαμε αυτό το μονοπάτι αποφεύγοντας να κοιτάζουμε το χάος που ανοίγονταν κάτω από τα πόδια μας για να μη μας καταπιεί! Στις τρύπες σε μεγάλο ύψος υπήρχαν φωλιές των γερακιών και των αετών!
Μετά την περιγραφή των ορεινών περιοχών θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις περιοχές εκατέρωθεν του αμαξωτού δρόμου,ο οποίος διανοίχτηκε κατά την δεκαετία του 30 με τα μέσα της εποχής εκείνης:κασμάδες,φουρνέλα, φτυάρια και σφυριά...για το σπάσιμο της πέτρας με την οποία θα γινόταν η επίστρωση του δρόμου.Η διαδρομή ακολούθησε το ανάγλυφο το εδάφους με συνεχείς στροφές και μικρές γέφυρες για την απορροή των ομβρίων υδάτων. Τη δεκαετία του 60 με πιο σύγχρονα μέσα έγινε η διαπλάτυνση του δρόμου και το κόψιμο αρκετών στροφών.
Από το χωριό είναι ορατή η περιοχή Κόκκινη αγολίφα από τον κόκκινο χρωματισμό των σχιστολιθικών πετρωμάτων. Στην περιοχή αυτή στρέφαμε τα βλέμματά μας για να δούμε πότε θα φανερώσει...το λεωφορείο από τη Σητεία,οπότε μπορούσαμε με άνεση να κατέβουμε ή να ανέβουμε στην Πλατειά Στράτα,δηλαδή στην πλατεία του χωριού και αυτό ήταν εφικτό μέχρι να φανερώσει το λεωφορείο στα Κούτελα,άλλα ανθρωπομορφική τοποθεσία από το σχήμα του εδάφους που προσομοιάζει με ανθρώπινο μέτωπο. Μη ορατή περιοχή είναι η θέση Άγιοι Θεόδωροι που ως εκκλησία είχε εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί,αλλά αποκαταστάθηκε στη δεκαετία του 70 με την συμβολή και της αρχαιολογικής εταιρείας. Πριν φτάσει στο χωριό το λεωφορείο περνούσε από τα Μπεντενάκια, ονομασία προερχόμενη από τα προστατευτικά μπεντένια στην άκρη του δρόμου,τα οποία αφαιρέθηκαν κατά την διαπλάτυνση του δρόμου. Η απόμερη αυτή θέση ήταν και ο τόπος συγκέντρωσης των παιδιών του χωριού για παιγνίδι ή για τσακωμούς και πετροπόλεμο! Υπήρχε η τάση να προκαλούνται παιδιά άλλων χωριών ή και επισκεπτών στο χωριό να αναμετρηθούν στην πάλη με τα ντόπια παιδιά. Όταν νικούσε ο επισκέπτης έπρεπε όπωσδήποτε να ηττηθεί από κάποιον δυνατότερο, που πάντα βρίσκονταν με την πρώτη ειδοποίηση.Στο μέρος αυτό λάβαινε χώρα και το κρέμασμα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Τρέχοντας πιανόμαστε από την καρότσα του αργοκίνητου φορτηγού που μας τραβούσε στην ανηφόρα.Φυσικά ο οδηγός μας έβλεπε από τον καθρέπτη και φοβούμενος μην συμβεί κάποιο ατύχημα κατέβαινε και μας άρχιζε στις πέτρες για να μας απομακρύνει. Οι διερχόμενοι οδηγοί έλεγαν Μουλιανά, Σκοπή και Λάστρο ως τα χωριά που συναντούσαν συχνά αυτό το φαινόμενο. Όταν έφτανε το λεωφορείο στην πλατεία του χωριού γινόταν η αποβίβαση και η επιβίβαση των επιβατών.Τα πράγματα τα ανέβαζε ή τα κατέβαζε ο βοηθός του οδηγού στην οροφή του λεωφορείο όπου τα σκέπαζε με μουσαμά και τα έδενε με σκοινί για να μην πέσουν. Ως μαθητές στο Γυμνάσιο περιμέναμε στη Σητεία στο πρακτορείο που βρίσκονταν δίπλα στο καφενείο Τσιριλάκη,για να πάρουμε τους ντρουβάδες με το κρίθινο ψωμί (καύκαλα),αυγά,πατάτες καί ό,τι άλλο είχαν να μας στείλουν οι γονείς. Ο φωνακλάς εισπρέκτωρ Μαρουκλής μας φώναζε καυκαλάδες, όταν παραλαμβάναμε τους ντρουβάδες!
Το εισιτήριο στη δεκαετία του πενήντα ήταν δυο δραχμές,αλλά θεωρούνταν σημαντικό για την εποχή. Αρκετές φορές έβλεπες παιδιά από το χωριό να περπατούν από το χωριό στη Σητεία τρεις ώρες δρόμο για να μην πληρώσουν εισιτήριο! Μετά την πλατεία του χωριού συναντούμε τις περιοχές Λιοφυτάκη, Παναγία, Μέλισσα και Σταυρός κοντά στα Μέσα Μουλιανά. Στη διαδρομή από το χωριό μέχρι το Δημοτικό Σχολείο στον Αφέντη Χριστό ξεκινούσαμε το το κτύπημα της καμπάνας για τα απογευματινά μαθήματα.Οι δάσκαλοι προσπαθούσαν μας αποτρέψουν από το πείραγμα των διερχόμενων αυτοκινήτων ,αλλά αυτό ήταν αδύνατο γιατί τα θεωρούσαμε πρόκληση για τρέξιμο,αφού δεν μπορούσαν να ανπτύξουν ταχύτητα λόγω των συνεχόμενων στροφών και της κακής κατάστασης του οδοστρώματος.Τα χαλίκια έφευγαν από τις ρόδες και συχνά συναντούσες λάκκους με νερά το χειμώνα!.Στην Παναγία βρίσκονταν το νεκροταφείο του χωριού όπου γίνονταν οι κηδείες και τα μνημόσυνα,Κατά τη διανομή των κολύβων γίνονταν χαμός ποιος να προλάβει να πάρει.Εκεί βγήκε και η φράση Ηλία κόλυβα,από τις φωνές των παιδιών στον νεωκόρο για να γεμίσει τις φούχτες τους. Για την εποχή εκείνη ήταν ένα καλό έδεσμα!. Στην περιοχή Μέλισσα υπήρχαν αρκετά αμπέλια με λιάτικα σταφύλια και ο μαγατζές του Κουτάντο.Στο μέρος αυτό ωρίμαζαν τα πρώτα σταφύλια και εμείς ως παιδιά που είχαμε αμπέλια εκεί,τα κόβαμε και τα φέρναμε στο σπίτι,συνήθως όμως το μισό καλάθι,αφού στη διαδρομή τα δίναμε στους γνωστούς ή μας τα έπαιρναν και δια της βίας τα άλλα παιδιά!
Γύρω από το χωριό υπάρχουν τα ακόλουθα τοπωνύμια: Στα βόρεια του Κάτω χωριού είναι το Βορνό,σύντμηση του βορεινό και τα Γουρνιά από τη λέξη γούρνα που σημαίνει την πέτρινη κοιλότητα που συγκρατεί το νερό. Είναι η περιοχή με την οθωμανική βρύση με τις πέτρινες γούρνες. Παρόμοια οθωμανική βρύση βρίσκεται και στα Μέσα Μουλιανά στα δυτικά του χωριού γεγονός που αποδεικνύει τη συνάφεια των δύο χωριών κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, που κατά την παράδοση αναφέρεται σε δυο αδελφούς μουσουλμάνους με το όνομα Μούλια ή Μουλά που έδωσαν την ονομασία στα δυο χωριά. Η τοποθεσία Περβολόπουλο αναφέρεται στην περιοχή συνέχεια από την αγία Μαρίνα όπου υπήρχαν περβόλια απ΄ όπου πήρε και το όνομα. Ήταν μια περιοχή κοντά στο χωριό και ήταν τυχεροί όσοι είχαν περβόλια εκεί και δεν ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στου Λαχανά. Άλλες περιοχές κοντά στο χωριό είναι του Λιοφυτάκη από τη φυτεία ελαιοδένδρων και λίγων σπιτιών που αποτελούσαν χωριστή γειτονιά του χωριού, εκεί υπήρχε και μεγάλος φούρνος του Λιοφυτάκη όπου έψηναν τις κριθοκουλούρες στη δεκαετία του 40 και ως μικρός σε ηλικία 4 ετών ενθυμούμαι τους Γερμανούς να περνούν με τις τρίκυκλες μοτοσυκλέτες πάνοπλους με εκκωφαντικό θόρυβο και να προξενούν φόβο στους περίοικους. Στου Κουντή είναι μια μικρή περιοχή,από τη λέξη κοντά. Η Πλαγούρα ακολουθεί με αρκετά αμπέλια παλιά και ελιές,Ο Βαθιώνας ως περιοχή και συνοικισμός με κατοικία του αγροφύλακα Λολάκη,ο οποίος εντόπιζε τις ζημιές που έκαναν οι κατσίκες που έτρωγαν εν ριπή οφθαλμού τα βλαστάρια από τις νεοφυτεμένες ελιές. Στα βόρεια του χωριού υπάρχει η περιοχή Σαρακίνα που θα αναφερθούμε εκτενώς στην ιστορική αναδρομή. Πιο πάνω είναι η περιοχή των ανεμομύλων που πράγματι λειτουργούσαν και άλεθαν τα σιτηρά όταν φυσούσε άνεμος. Τα Πετράλωνα είναι στο Κάτω χωριό,ονομασία από τα πέτρινα αλώνια που αλώνιζαν τα προϊόντα: κουκιά, φάβα, ρόβι, ταγή, σιτάρι, κριθάρι. Εκεί υψώνοντας οι θεμωνιές από τα θερισμένα στάχυα μέχρι τον Ιούνιο που άρχιζε το αλώνισμα, μέχρι την εορτή της Αγίας Μαρίνας, γιατί μετά έπιαναν τα μελτέμια που δεν άφηναν τους γεωργούς να λιχνίσουν και να φύγουν ομαλά τα άχυρα ώστε να μη χαθούν, γιατί τα αποθήκευαν για να τρέφουν τα ζώα το χειμώνα. Το αλώνισμα γίνονταν με το βωλόσυρο, ένα χοντρό επίμηκες ξύλο με καρφωμένα από κάτω τα λεγόμενα νύχια από τις σκληρές πέτρες τις λεγόμενες νυχόπετρες που άντεχαν στη βαριά χρήση. Το γαϊδουράκι τραβούσε το βωλόσυρο πάνω στον οποίο μπορούσε να καθίσει μικρό παιδί ή αλλιώς έβαζαν βαριές πέτρες ώστε με τους ατέλειωτους γύρους να κοπούν τα στάχυα στις μέρες που ο ήλιος ήταν ιδιαίτερα δυνατός. Κατά διαστήματα μάζευαν τα αλεσμένα στάχυα στη μέση του αλωνιού και σκόρπιζαν τα καινούργια μέχρι να αλωνισθούν όλα και να μαζευτούν ως μεγάλος επιμήκης σωρός στη μέση του αλωνιού. Μετά όταν ο αέρας ήταν κατάλληλος και ως ένδειξη ήταν ο κρεμασμένος αϋλαμος, ένα λεπτό ξερό αγριόχορτο που ήταν δεμένο στη διχαλόβεργα που το φυσούσε ο αέρας και όταν ήταν σε οριζόντια θέση άρχιζε το λίχνισμα με τα θρινάκια με εξαιρετική βιασύνη για να προλάβουν πριν ελαττωθεί ή αυξηθεί υπερβολικά ο άνεμος. Έτσι ξεχώριζαν το σπόρο από τα άχυρα. Επιτόπου έφτανε και ο επιφορτισμένος με την είσπραξη του αναλογούντος φόρου δηλ το 10% υπέρ του κράτους, ο λεγόμενος μουκατάς, φυσικά και ο εισπράχτορας ήταν αντιπαθής και του κόλλησαν το παρατσούκλι:μουκαταράς. Μετά γινόταν το βόλισμα με το βολίστρι για τα χοντρά και το κόσκινο για τα λεπτά άχυρα και ο καθαρός σπόρος αποθηκεύονταν για τις ανάγκες σε ψωμί της οικογένειας για όλη τη χρονιά και τα άχυρα στον αχυρώνα για το τάισμα των ζώων το χειμώνα. Πιό κάτω από τα Πετράλωνα είναι οι περιοχές:Κάτω Βορνό, Βελεράς, Χαμαλιανά με αρκετές κατηφόρες κατάφυτες με ελιές,που τα καλοκαίρια συγκέντρωναν αρκετά κίτρινα πουλιά τα λεγόμενα λαδάκια, εξαιρετικά δραστήρια που έτρωγαν τα έντομα και ιδιαίτερα το δάκο που έκανε αρκετή ζημιά στις ελιές, τότε που ο ψεκασμός γίνονταν με τη μελάσσα και δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Τα πουλιά αυτά δυστυχώς γίνονταν για τα παιδιά το στόχαστρο με τις σφενδόνες που ήταν τότε το απαραίτητο εξάρτημα των αγοριών. Οι καλοί σκοπευτές μπορούσαν να σκοτώσουν πάνω από δέκα πουλάκια. Οι αγροφύλακες φυσικά μας κυνηγούσαν να κατασχέσουν και να σπάσουν τις σφενδόνες, γιατί κυνηγώντας στα περβόλια χαλούσαμε τα αυλάκια με τα λαχανικά!
Στο χωριό μας η καλλιέργεια λαχανικών και εσπεριδοειδών συνδέονταν με τις περιοχές που υπήρχε τρεχούμενο νερό ή νερό από πηγές. Στην πρώτη περίπτωση η θέση Λαχανάς ήταν προνομιούχος αφού είχε το περισσότερο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ανάλογα με τη θέση που είχε στο σημερινό φημισμένο φαράγγι του Ρίχτη διακρίνονταν σε Πάνω, Κάτω και Μέσα Λαχανά. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν: πατάτες, φυλλάδες δηλ. Λάχανο και μετά το κόψιμο του τα βλαστάρια τα λεγόμενα τσιμούλια με τις γνωστές μαντινιάδες: Από τα Έξω Μουλιανά κι από τα Μέσα Μούλια μου στείλαν χαιρετίσματα ένα ντρουβά τσιμούλια! Τα καλοκαιρινά λαχανικά ντομάτες φασόλια, μελιτζάνες, μπάμιες σε μέτριες ποσότητες για ατομική χρήση. Σπάνια μετέφεραν τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Σητείας, λόγω απόστασης και κόστους μεταφοράς. Σε κάθε περιβόλι υπήρχαν απαραίτητα λεμονιές ,μανταρινιές, και παλιότερα κιτρές, επίσης δεσπολιές, τζανεριές. Αντί για λίπασμα χρησιμοποιούσαν κοπριά των ζώων αδειάζοντας τους σταύλους που είχε κάθε σπίτι. Το καλοκαίρι δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο συλλογής από τα παιδιά κοπριάς (καβαλίνες) από τους δρόμους για να ενισχύσουν την λίπανση των κήπων.
Από τη γέφυρα του Λαχανά συνεχιζόταν ο δρόμος προς τα Τσαγκαριανά που θεωρούνταν κεντρικός με αρκετό πλάτος και καλντερίμι όπου κατέληγαν πολλοί παράδρομοι. Ήταν δε άξιο παρατήρησης το φαινόμενο ανόδου και καθόδου του ελικοειδούς αυτού δρόμου από το χωριό που πολλές φορές κατέβαιναν ή ανέβαιναν οι γαμουλιώτες: καλεσμένοι σε γάμο ή οι πανηγυριώτες: οι μεταβαίνοντες σε μακρινά προσκυνήματα όπως στον Προφήτη Ηλία στο Λιόπετρο ή στην Παναγία τη Φανερωμένη στον Τράχηλα. Από την πλαγιά του δρόμου αυτού έπαιρναν οι χωριανοί το χώμα που ήταν αργιλώδες και κατάλληλο για να στρώσουν τα χωμάτινα δώματα των σπιτιών για να μην στάζουν το χειμώνα! Δυστυχώς όμως τα σπίτια στις έντονες βροχές έσταζαν και χρειάζονταν κουβάδες και λεκανίδες για να πέφτουν μέσα οι σταγόνες. Το μαρτύριο της σταγόνας λύθηκε αργότερα στη δεκαετία του 50 και του 60 όταν έγινε τελικά επίστρωση των δωμάτων με τσιμέντο χωρίς να αφαιρεθούν τα δοκάρια με τις καλαμωτές! Ελάχιστα ήταν τα σπίτια με κεραμίδια τότε που ανήκαν στους πλουσιότερους του χωριού όπως ήταν τα σπίτια του ιερέως Μαστοράκη, η οικία Εμμαν. Μαστοράκη και οι οικίες Μιχελιδάκη, Ροδουσάκη, Ζαφειράκη και του παππού Εμμ.Μαρκάκη .Την εποχή εκείνη ήταν με χωμάτινη σκεπή και πολλά σπίτια στη Σητεία με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν θηραϊκή γη που μετέφεραν από τη Σαντορίνη.
Άλλες περιοχές με περβόλια ήταν μικρότερες και απομακρυσμένες όπως στη Βουρλιά και στο Βώλακα, στις Πλύστρες και στου Βαρνάκη και ακόμα στην Κρεμαστή μια κρημνώδη περιοχή όπου οι κήποι φαίνονταν ως να ήταν κρεμαστοί!.Δυστυχώς η μετάβαση και επιστροφή από τις μακρινές περιοχές ήταν κοπιώδης καθώς έπρεπε να είσαι δεξιοτέχνης στο φόρτωμα του γαϊδάρου ή του μουλαριού για να μην ξεφορτωθούν στον ανήφορο ή στον κατήφορο. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τους αγροτικούς δρόμους και τα αγροτικά αυτοκίνητα. Με τις γεωτρήσεις επίσης αρκετοί χωριανοί έκαναν κήπους κοντά στο χωριό. Οι συνθήκες της ζωής βελτιώθηκαν, έγινε τεχνητή άρδευση σε πολλές περιοχές, φυτεύθηκαν πολλά ελαιόδεντρα, χρησιμοποιήθηκαν ραβδιστικές μηχανές και θα έλεγε κανείς ότι με όλες αυτές τις βελτιώσεις δεν θα είχαμε διαρροή του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, αλλά δυστυχώς αυτή τη στιγμή οι απομείναντες κάτοικοι στο χωριό είναι 125,ηλικίας άνω των 70 ετών. Να ευχηθούμε να μη χρειαστεί να προσλάβουμε φύλακες για να φυλάγουν τα σπίτια του χωριού στο προσεχές μέλλον!
Η αγάπη των χωριανών προς τη γενέθλια γη είναι δεδομένη και αυτό φαίνεται από τις ανακαινίσεις των σπιτιών και τις τακτικές επισκέψεις ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, οπότε γίνονται σημαντικές εκδηλώσεις όπως η γιορτή του Αφέντη Χριστού που δίνει την εντύπωση ενός πολύ ζωντανού χωριού με προσέλευση χιλιάδων επισκεπτών.
Άλλες περιοχές απέναντι από το χωριό είναι ο Μεσαρμός ως η μέση στο αρμί(βουνό), παλαιότερα κατέβαιναν τον χειμώνα οι πέρδικες από τις ορεινές περιοχές και κακάριζαν, που ήταν ένδειξη ότι θα χιονίσει!
Στην περιοχή αυτή ήταν και ο μαγατζές του Μανώλη του Κουτάντου που ήταν χορατατζής ετοιμόλογος με ιδιαίτερη ικανότητα να σε πείθει ακόμα και όταν έλεγε ψέματα .Σε μια ημέρα κρασοκατάνυξης με μεζέδες και κρασί απευθείας από το βαρέλι, μας είπε ένα ανέκδοτο: Αφήνω τη λύρα μου πάντα εδώ και μια μέρα που μπήκα μέσα άκουγα να παίζει μόνη της! Προσπαθώντας να λύσω το μυστήριο παρατήρησα τις μύγες που πηγαινοέρχονταν στις χορδές και με τα ποδαράκια τους έπαιζαν τη λύρα!
Άλλες μακρινές περιοχές είναι η Τραπέζα που είχε αρκετά αμπέλια και αλώνια. Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα του βουνού. Από την περιοχή αυτή βλέπεις την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους. Κατεβαίνοντας από την Τραπέζα με πολλές στροφές σήμερα φτάνεις στου Ρίχτη το τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους με τους μοναδικούς καταρράκτες στην Κρήτη!.Όταν είναι τρικυμία δεν μπορείς να πλησιάσεις καθόλου τη θάλασσα που σου προξενεί δέος με τη δύναμη των κυμάτων. Όταν το καλοκαίρι πιάσουν οι μπονάτσες μπορείς να ψαρέψεις με άνεση και να βρεις πεταλίδες και αχινούς κολλημένους στα βράχια. Κοντά στη θάλασσα υπάρχουν τα ερείπια παλιάς αποθήκης όπου αποθήκευαν τα προς πώληση προϊόντα: λάδι, κρασί, πυρήνες για να τα φορτώσουν στο καΐκι που πλησίαζε στην ακτή, μόνο όταν ο καιρός το επέτρεπε!.Προς τα δυτικά του Ρίχτη υπάρχει η περιοχή του Καλαβρού που ανήκει στα Μέσα Μουλιανά, προς το ανατολικά προχωρώντας από δύσβατα μονοπάτια παλιά και με χαραγμένο δρόμο τώρα φτάνεις στην ακτή του Κουβάρη ονομασία προερχόμενη από το κόλπο που σχηματίζεται με εξαιρετικά περίπλοκες πέτρες που σκάζουν τα κύματα και από μακριά φαίνονται σαν άσπρο κουβάρι! Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν και κάποια περβόλια,και παλαιότερα ήταν αρκετά δύσκολο να πας με το γαϊδουράκι.
Στη θάλασσα του Κουβάρη ήταν ευκολότερη η πρόσβαση από τη θάλασσα στου Ρίχτη όπου δεν μπορούσες να πας μέσα από το φαράγγι που σήμερα είναι προσβάσιμο. Έτσι όταν βλέπαμε αφ΄εσπέρας γαλήνια θάλασσα πηγαίναμε για ψάρεμα στου Κουβάρη και καθόμασταν όλη τη μέρα κρατώντας και φαγητά για το ενδεχόμενο που δεν πιάναμε ψάρια. Όταν όμως παίρναμε στην παρέα μας τον Γιάννη της Κατίνας Κοκονάκη ή Κεθράς λόγω καταγωγής από το Πισκοκέφαλο, πάντα έπιανε σκάρους και στα σημεία που εμείς αστοχούσαμε!
Πιο πάνω από του Κουβάρη είναι η περιοχή Μόσχος όπου πρωτοωρίμαζαν τα σταφύλια λόγω γειτνίασης με τη θάλασσα και ακόμα πιο πάνω είναι η Παπούρα με ισιώματα όπου ήταν ο μαγατζές του παιδονόμου Δημήτρη Μαρκογιαννάκη με την βροντερή φωνή που μας προσκαλούσε από μακριά να πάμε να πιούμε κρασί φυσικά!
Συνεχίζοντας στις περιοχές μετά του Κουβάρι υπάρχει ένα δύσβατο ακρωτήριο το Κατσούνι όπου παλαιότερα μαζεύαμε το αλάτι από τις σχισμές και λακούβες που υπήρχαν εκεί,με το φόβο βέβαια να μην μας δει κάποιος τελωνειακός γιατί τότε το αλάτι είχε υπαχθεί στο μονοπώλιο για να πληρώνει το κράτος τα δάνεια που χρωστούσε στους ευρωπαίους δανειστές μας!.Η Ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται!.Μετά το Κατσούνι υπάρχει ανατολικά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που ανείκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα για να αποφύγεις την αγριεμένη θάλασσα έπρεπε να περάσεις από την Άσπα, ένα μονοπάτι σε γκρεμνό που το χειμώνα γίνονταν κατολισθήσεις. Δυστυχώς υπήρξε και θύμα όταν κάποιος χωριανός εν ευθυμία λόγω της γιορτής του αγίου έπεσε και σκοτώθηκε, μάλιστα βρέθηκε στο σημείο που έπεσε στη θάλασσα και ξύλινος σταυρός που τον έβαλαν στον τάφο του.
Αμέσως μετά τον άγιο Ιωάννη υψώνεται το Λιόπετρο που ανήκει στην κοινότητα Χαμαιζίου ως περιοχή αλλά η εκκλησία του προφήτη Ηλία που βρίσκεται στην κορυφή του ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα στην παραμονή της εορτής του 20 Ιουλίου διανυκτέρευαν αρκετοί χωριανοί πανηγυριώτες .Ο αέρας φυσικά στο ύψος αυτό λυσσομανούσε όλη τη νύχτα, αλλά για χάρη του αγίου όλα ήταν ωραία και σε αποζημίωνε η απέραντη θέα της θάλασσας και της στεριάς καθώς και το ύψος των κρεμνών προς το βόρειο μέρος του βουνού. Πάνω στο Λιόπετρο και γύρω από την εκκλησία υπάρχει πλήθος κτισμάτων και ομβροδεξαμενών καθώς και περιτείχιση που όριζε ένα απόρθητο κάστρο το οποίο είχαν συμπληρώσει οι Βενετοί γνωστό ως Leon di Pietra απ΄όπου πήρε και το όνομα Λιόπετρο. Η οχύρωση και οι εγκαταστάσεις που είχαν φτιάξει μπορούσαν να εξυπηρετήσουν πληθυσμό 6 χιλ. ανθρώπων και σκόπευαν να μεταφέρουν εκεί τους κατοίκους της Σητείας μετά την εγκατάλειψη της πόλης το 1561,που τελικά δεν έγινε αφού μεταφέρθηκαν όλοι δια της βίας στο Ηράκλειο για να αποφύγουν τις συνεχόμενες επιδρομές των κουρσάρων της Μεσογείου.
Στο χωριό μας η καλλιέργεια λαχανικών και εσπεριδοειδών συνδέονταν με τις περιοχές που υπήρχε τρεχούμενο νερό ή νερό από πηγές. Στην πρώτη περίπτωση η θέση Λαχανάς ήταν προνομιούχος αφού είχε το περισσότερο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ανάλογα με τη θέση που είχε στο σημερινό φημισμένο φαράγγι του Ρίχτη διακρίνονταν σε Πάνω, Κάτω και Μέσα Λαχανά. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν: πατάτες, φυλλάδες δηλ. Λάχανο και μετά το κόψιμο του τα βλαστάρια τα λεγόμενα τσιμούλια με τις γνωστές μαντινιάδες: Από τα Έξω Μουλιανά κι από τα Μέσα Μούλια μου στείλαν χαιρετίσματα ένα ντρουβά τσιμούλια! Τα καλοκαιρινά λαχανικά ντομάτες φασόλια, μελιτζάνες, μπάμιες σε μέτριες ποσότητες για ατομική χρήση. Σπάνια μετέφεραν τα προϊόντα αυτά στην αγορά της Σητείας, λόγω απόστασης και κόστους μεταφοράς. Σε κάθε περιβόλι υπήρχαν απαραίτητα λεμονιές ,μανταρινιές, και παλιότερα κιτρές, επίσης δεσπολιές, τζανεριές. Αντί για λίπασμα χρησιμοποιούσαν κοπριά των ζώων αδειάζοντας τους σταύλους που είχε κάθε σπίτι. Το καλοκαίρι δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο συλλογής από τα παιδιά κοπριάς (καβαλίνες) από τους δρόμους για να ενισχύσουν την λίπανση των κήπων.
Από τη γέφυρα του Λαχανά συνεχιζόταν ο δρόμος προς τα Τσαγκαριανά που θεωρούνταν κεντρικός με αρκετό πλάτος και καλντερίμι όπου κατέληγαν πολλοί παράδρομοι. Ήταν δε άξιο παρατήρησης το φαινόμενο ανόδου και καθόδου του ελικοειδούς αυτού δρόμου από το χωριό που πολλές φορές κατέβαιναν ή ανέβαιναν οι γαμουλιώτες: καλεσμένοι σε γάμο ή οι πανηγυριώτες: οι μεταβαίνοντες σε μακρινά προσκυνήματα όπως στον Προφήτη Ηλία στο Λιόπετρο ή στην Παναγία τη Φανερωμένη στον Τράχηλα. Από την πλαγιά του δρόμου αυτού έπαιρναν οι χωριανοί το χώμα που ήταν αργιλώδες και κατάλληλο για να στρώσουν τα χωμάτινα δώματα των σπιτιών για να μην στάζουν το χειμώνα! Δυστυχώς όμως τα σπίτια στις έντονες βροχές έσταζαν και χρειάζονταν κουβάδες και λεκανίδες για να πέφτουν μέσα οι σταγόνες. Το μαρτύριο της σταγόνας λύθηκε αργότερα στη δεκαετία του 50 και του 60 όταν έγινε τελικά επίστρωση των δωμάτων με τσιμέντο χωρίς να αφαιρεθούν τα δοκάρια με τις καλαμωτές! Ελάχιστα ήταν τα σπίτια με κεραμίδια τότε που ανήκαν στους πλουσιότερους του χωριού όπως ήταν τα σπίτια του ιερέως Μαστοράκη, η οικία Εμμαν. Μαστοράκη και οι οικίες Μιχελιδάκη, Ροδουσάκη, Ζαφειράκη και του παππού Εμμ.Μαρκάκη .Την εποχή εκείνη ήταν με χωμάτινη σκεπή και πολλά σπίτια στη Σητεία με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσαν θηραϊκή γη που μετέφεραν από τη Σαντορίνη.
Άλλες περιοχές με περβόλια ήταν μικρότερες και απομακρυσμένες όπως στη Βουρλιά και στο Βώλακα, στις Πλύστρες και στου Βαρνάκη και ακόμα στην Κρεμαστή μια κρημνώδη περιοχή όπου οι κήποι φαίνονταν ως να ήταν κρεμαστοί!.Δυστυχώς η μετάβαση και επιστροφή από τις μακρινές περιοχές ήταν κοπιώδης καθώς έπρεπε να είσαι δεξιοτέχνης στο φόρτωμα του γαϊδάρου ή του μουλαριού για να μην ξεφορτωθούν στον ανήφορο ή στον κατήφορο. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με τους αγροτικούς δρόμους και τα αγροτικά αυτοκίνητα. Με τις γεωτρήσεις επίσης αρκετοί χωριανοί έκαναν κήπους κοντά στο χωριό. Οι συνθήκες της ζωής βελτιώθηκαν, έγινε τεχνητή άρδευση σε πολλές περιοχές, φυτεύθηκαν πολλά ελαιόδεντρα, χρησιμοποιήθηκαν ραβδιστικές μηχανές και θα έλεγε κανείς ότι με όλες αυτές τις βελτιώσεις δεν θα είχαμε διαρροή του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, αλλά δυστυχώς αυτή τη στιγμή οι απομείναντες κάτοικοι στο χωριό είναι 125,ηλικίας άνω των 70 ετών. Να ευχηθούμε να μη χρειαστεί να προσλάβουμε φύλακες για να φυλάγουν τα σπίτια του χωριού στο προσεχές μέλλον!
Η αγάπη των χωριανών προς τη γενέθλια γη είναι δεδομένη και αυτό φαίνεται από τις ανακαινίσεις των σπιτιών και τις τακτικές επισκέψεις ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, οπότε γίνονται σημαντικές εκδηλώσεις όπως η γιορτή του Αφέντη Χριστού που δίνει την εντύπωση ενός πολύ ζωντανού χωριού με προσέλευση χιλιάδων επισκεπτών.
Άλλες περιοχές απέναντι από το χωριό είναι ο Μεσαρμός ως η μέση στο αρμί(βουνό), παλαιότερα κατέβαιναν τον χειμώνα οι πέρδικες από τις ορεινές περιοχές και κακάριζαν, που ήταν ένδειξη ότι θα χιονίσει!
Στην περιοχή αυτή ήταν και ο μαγατζές του Μανώλη του Κουτάντου που ήταν χορατατζής ετοιμόλογος με ιδιαίτερη ικανότητα να σε πείθει ακόμα και όταν έλεγε ψέματα .Σε μια ημέρα κρασοκατάνυξης με μεζέδες και κρασί απευθείας από το βαρέλι, μας είπε ένα ανέκδοτο: Αφήνω τη λύρα μου πάντα εδώ και μια μέρα που μπήκα μέσα άκουγα να παίζει μόνη της! Προσπαθώντας να λύσω το μυστήριο παρατήρησα τις μύγες που πηγαινοέρχονταν στις χορδές και με τα ποδαράκια τους έπαιζαν τη λύρα!
Άλλες μακρινές περιοχές είναι η Τραπέζα που είχε αρκετά αμπέλια και αλώνια. Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα του βουνού. Από την περιοχή αυτή βλέπεις την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους. Κατεβαίνοντας από την Τραπέζα με πολλές στροφές σήμερα φτάνεις στου Ρίχτη το τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους με τους μοναδικούς καταρράκτες στην Κρήτη!.Όταν είναι τρικυμία δεν μπορείς να πλησιάσεις καθόλου τη θάλασσα που σου προξενεί δέος με τη δύναμη των κυμάτων. Όταν το καλοκαίρι πιάσουν οι μπονάτσες μπορείς να ψαρέψεις με άνεση και να βρεις πεταλίδες και αχινούς κολλημένους στα βράχια. Κοντά στη θάλασσα υπάρχουν τα ερείπια παλιάς αποθήκης όπου αποθήκευαν τα προς πώληση προϊόντα: λάδι, κρασί, πυρήνες για να τα φορτώσουν στο καΐκι που πλησίαζε στην ακτή, μόνο όταν ο καιρός το επέτρεπε!.Προς τα δυτικά του Ρίχτη υπάρχει η περιοχή του Καλαβρού που ανήκει στα Μέσα Μουλιανά, προς το ανατολικά προχωρώντας από δύσβατα μονοπάτια παλιά και με χαραγμένο δρόμο τώρα φτάνεις στην ακτή του Κουβάρη ονομασία προερχόμενη από το κόλπο που σχηματίζεται με εξαιρετικά περίπλοκες πέτρες που σκάζουν τα κύματα και από μακριά φαίνονται σαν άσπρο κουβάρι! Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν και κάποια περβόλια,και παλαιότερα ήταν αρκετά δύσκολο να πας με το γαϊδουράκι.
Στη θάλασσα του Κουβάρη ήταν ευκολότερη η πρόσβαση από τη θάλασσα στου Ρίχτη όπου δεν μπορούσες να πας μέσα από το φαράγγι που σήμερα είναι προσβάσιμο. Έτσι όταν βλέπαμε αφ΄εσπέρας γαλήνια θάλασσα πηγαίναμε για ψάρεμα στου Κουβάρη και καθόμασταν όλη τη μέρα κρατώντας και φαγητά για το ενδεχόμενο που δεν πιάναμε ψάρια. Όταν όμως παίρναμε στην παρέα μας τον Γιάννη της Κατίνας Κοκονάκη ή Κεθράς λόγω καταγωγής από το Πισκοκέφαλο, πάντα έπιανε σκάρους και στα σημεία που εμείς αστοχούσαμε!
Πιο πάνω από του Κουβάρη είναι η περιοχή Μόσχος όπου πρωτοωρίμαζαν τα σταφύλια λόγω γειτνίασης με τη θάλασσα και ακόμα πιο πάνω είναι η Παπούρα με ισιώματα όπου ήταν ο μαγατζές του παιδονόμου Δημήτρη Μαρκογιαννάκη με την βροντερή φωνή που μας προσκαλούσε από μακριά να πάμε να πιούμε κρασί φυσικά!
Συνεχίζοντας στις περιοχές μετά του Κουβάρι υπάρχει ένα δύσβατο ακρωτήριο το Κατσούνι όπου παλαιότερα μαζεύαμε το αλάτι από τις σχισμές και λακούβες που υπήρχαν εκεί,με το φόβο βέβαια να μην μας δει κάποιος τελωνειακός γιατί τότε το αλάτι είχε υπαχθεί στο μονοπώλιο για να πληρώνει το κράτος τα δάνεια που χρωστούσε στους ευρωπαίους δανειστές μας!.Η Ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται!.Μετά το Κατσούνι υπάρχει ανατολικά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα για να αποφύγεις την αγριεμένη θάλασσα έπρεπε να περάσεις από την Άσπα, ένα μονοπάτι σε γκρεμνό που το χειμώνα γίνονταν κατολισθήσεις. Δυστυχώς υπήρξε και θύμα όταν κάποιος χωριανός εν ευθυμία λόγω της γιορτής του αγίου έπεσε και σκοτώθηκε, μάλιστα βρέθηκε στο σημείο που έπεσε στη θάλασσα και ξύλινος σταυρός που τον έβαλαν στον τάφο του.
Αμέσως μετά τον άγιο Ιωάννη υψώνεται το Λιόπετρο που ανήκει στην κοινότητα Χαμαιζίου ως περιοχή αλλά η εκκλησία του προφήτη Ηλία που βρίσκεται στην κορυφή του ανήκει στην ενορία του χωριού μας και παλαιότερα στην παραμονή της εορτής του 20 Ιουλίου διανυκτέρευαν αρκετοί χωριανοί πανηγυριώτες .Ο αέρας φυσικά στο ύψος αυτό λυσσομανούσε όλη τη νύχτα, αλλά για χάρη του αγίου όλα ήταν ωραία και σε αποζημίωνε η απέραντη θέα της θάλασσας και της στεριάς καθώς και το ύψος των γκρεμνών προς το βόρειο μέρος του βουνού. Πάνω στο Λιόπετρο και γύρω από την εκκλησία υπάρχει πλήθος κτισμάτων και ομβροδεξαμενών καθώς και περιτείχιση που όριζε ένα απόρθητο κάστρο το οποίο είχαν συμπληρώσει οι Βενετοί γνωστό ως Leon di Pietra απ΄όπου πήρε και το όνομα Λιόπετρο. Η οχύρωση και οι εγκαταστάσεις που είχαν φτιάξει μπορούσαν να εξυπηρετήσουν πληθυσμό 6 χιλ. ανθρώπων και σκόπευαν να μεταφέρουν εκεί τους κατοίκους της Σητείας μετά την εγκατάλειψη της πόλης το 1561,που τελικά δεν έγινε αφού μεταφέρθηκαν όλοι δια της βίας στο Ηράκλειο για να αποφύγουν τις συνεχόμενες επιδρομές των κουρσάρων της Μεσογείου.
Εμμανουήλ Μαρκάκης 2013 -2014